- κρισολογιά
- ηβλ. κρισολόγημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρισολογία — και κρισολογιά, η [κρισολογούμω] κρισολόγημα* … Dictionary of Greek